ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Τεχνολογία «όσφρησης» ζωής για μελλοντικούς ρομποτικούς εξερευνητές του πλανήτη Άρη

Το μηχάνημα θα αναλύει την ακτινοβολία, με συνέπεια να προσδιορίσει κατά πόσο υπάρχουν οργανικά μόρια, δηλαδή «ίχνη» για μικροοργανισμούς που υπήρξαν ή συνεχίζουν να υπάρχουν στον πλανήτη Άρη

Ένας αισθητήρας που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 2000 για τον αμερικανικό στρατό, με σκοπό τον εντοπισμό παθογόνων μικροοργανισμών και τοξινών στον αέρα, ίσως αποδειχθεί κρίσιμος στον εντοπισμό εξωγήινης ζωής σε μία μελλοντική μη επανδρωμένη αποστολή στον πλανήτη Άρη.

Ο αισθητήρας ονομάζεται BILI (Bio-Indicator Lidar Instrument) και βασίζεται σε δύο υπεριώδη λέιζερ, ενώ θα εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι παρόλο οι άνεμοι στον Κόκκινο Πλανήτη δεν είναι ιδιαίτερα ισχυροί, η σκόνη που καλύπτει την επιφάνεια του πλανήτη είναι αρκετά ψιλή, με συνέπεια να σχηματίζονται συχνά σύννεφα σκόνης.

Έτσι, ένα ρομπότ εξοπλισμένο με το BILI θα μπορεί να «σαρώνει» τα σύννεφα, με συνέπεια τα μόρια σκόνης να φθορίζουν, δηλαδή να εκπέμπουν ακτινοβολία. Το μηχάνημα θα αναλύει την ακτινοβολία, με συνέπεια να προσδιορίσει κατά πόσο υπάρχουν οργανικά μόρια, δηλαδή «ίχνη» για μικροοργανισμούς που υπήρξαν ή συνεχίζουν να υπάρχουν στον πλανήτη Άρη.

Ένα πλεονέκτημα του μηχανήματος είναι πως θα μπορούν με αυτό τον τρόπο να εξετασθούν νέφη που βρίσκονται σε απόσταση ακόμη και εκατοντάδων μέτρων από το ρομπότ. Επομένως, ο «εξερευνητής» θα έχει τη δυνατότητα να ελέγξει μία αρκετά μεγάλη περιοχή γύρω από τα σημεία στα οποία θα περιπλανιέται στον πλανήτη.

Το BILI αναπτύχθηκε από τον Μπράνιμιρ Μπλαγκόγεβιτς, ο οποίος εργάζεται στο Κέντρο Διαστημικών Πτήσεων Goddard της NASA. Μαζί με ειδικούς της NASA στις πλανητικές επιστήμες, ο Μπλαγκόγεβιτς προσπαθεί να το προσαρμόσει στη χρήση του πέρα από τη Γη, για να «εξοπλίσει» ένα ρομπότ που θα ταξιδέψει στον πλανήτη Άρη.

Οποιαδήποτε αποστολή έχει γίνει με προορισμό τον Κόκκινο Πλανήτη υπόκειται σε αρκετούς περιορισμούς στην αναζήτηση ζωής. Το ρομπότ Curiosity, για παράδειγμα, συλλέγει δείγματα της επιφανειακής σκόνης, ελέγχοντας κατά πόσο περιέχουν οργανικά μόρια.

Ωστόσο, αυτή τη μέθοδος ενέχει τον κίνδυνο μόλυνσης των δειγμάτων από ουσίες που έχει μεταφέρει το ρομπότ από τη Γη, παρόλο που απολυμάνθηκε πριν από την απογείωσή του. Επίσης, είναι εξαιρετικά χρονοβόρα, κάτι που σημαίνει πως λίγα δείγματα μπορούν να αναλυθούν από κάθε περιοχή που εξερευνά το ρομπότ.


Σύμφωνα με τον Μπλαγκόγεβιτς, το ίδιο μηχάνημα πιθανότατα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση του Εγκέλαδου, δορυφόρου του Δία. Κι αυτό γιατί έχει ανακαλυφθεί πως στην επιφάνεια του δορυφόρου σχηματίζονται πίδακες νερού, οι οποίοι εκτινάσσονται σε μεγάλο υψόμετρο.

Έτσι, εξοπλισμένος με μία ισχυρότερη εκδοχή του BILI, ένας δορυφόρος θα μπορούσε να πετάξει σε υψόμετρο 50 χιλιομέτρων από την επιφάνεια του δορυφόρου, «σαρώνοντας» τους πίδακες. Με αυτό τον τρόπο, θα μπορούσε να προσδιορισθεί αν σε αυτούς περιέχονται και οργανικά μόρια, κάτι που θα σήμαινε πως υπάρχει ζωή στον ωκεανό στο υπέδαφος από τον οποίο προέρχεται το νερό.